Λάρκος Λάρκου «Το πρώτο ’δώ βασίλειο είχαν θεοί το κτίσει»
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
ΚΟΣΜΟΣ ΓΑΪΔΟΥΡΙΝΟΣ/ ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΨΕΜΑΤΙΝΟΣ
Χαίρετε, πιστοί μου φίλοι,
νά ’μαι που σας ήλθα πάλιν
εν όσῳ ζήσῃ η ζωή μας
κι η αγάπη μας να ζῃ.
Κι όλοι μας αγαπημένοι
εις του χρόνου την αγκάλην,
τον παράν αγκαλιασμένοι
ν’ αποθάνωμεν μαζί.
Κρίμα πώρχεται ο χάρων
με το φοβερό δρεπάνι
και μας κόβει κάθε σχέσιν
από τον γλυκό παράν!
Κρίμα, του παρά το κράτος
εις τον Άδην που δεν φθάνει,
να ’χωμεν κι εκεί την γλύκα
του παρά και την χαράν.
Αχ! Βρε καϋμένε κόσμε,
ο παράς είν’ η ισχύς σου,
κι ο μισός πάντα χορτάνεις
κι ο μισός πάντα πεινάς.
Αφού είσαι τέτοιος, είναι
περιττή η ύπαρξίς σου,
ύπαγε ’ς τας αιωνίους
όλος διά μιας σκηνάς.
Εις τα σπίτια των οι Κροίσσοι
δίκην φοβερών θηρίων
εις πολυτελείς τραπέζας
τρώγουν, παίζουν και ροφούν
και καγχάζοντες εμπαίζουν
τον χειμώνα και το κρύον
κι οι πτωχοί, γυμνοί ’ς τους δρόμους,
απ’ την πείνα τους ψοφούν.
Ω, Θεέ μου, δεν κοιτάζεις
από τ’ ουρανού τον θόλον
τον αχρείον τούτον κόσμον
να τον δῃς με μια ματιά;
Πρέπει να τον διορθώσῃς
ή να τον αλλάξῃς όλον
ή να τον αποτεφρώσῃς
μια στιγμή με την φωτιά.
Αν δεν ξεύρῃς να τον κάμῃς
όπως θέλει η ψυχή μου
συ που έχεις τόσην πείραν
κι είσαι τόσον παλαιός,
έλα συ δυο μήνας κάτω
εις την θέσιν την δική μου
ν’ ανεβώ κι εγώ δυο μήνας
εις την θέσιν σου θεός.
Εις το άπειρον να χύσω
άφθονον, βαρύν αέρα,
και η γη μέσ’ ’ς τον αέρα
όταν τρέχῃ με ορμήν
από πάνω της να φύγῃ
και η βαρυτέρα λέρα,
να καθαρισθῄ απ’ όλα
τα κακά σε μιαν στιγμήν.
Να καθαρισθῄ, να γίνῃ
σαν καθρέπτης ο φλοιός της
κι όταν σχίζῃ τον αέρα
με ορμήν εκπληκτικήν,
να ακούεται εις όλον
τ’ αχανές ο συριγμός της,
να θαρρούν οι άλλοι κόσμοι
ότι παίζει μουσικήν.
Αδιάφορον ο χρόνος
μεγαλύτερος αν γίνῃ,
αδιάφορον οι ’μέρες
πιο μεγάλες αν γινούν,
αρκεί πλούσιος επάνω
εις την γην ουδείς να μείνῃ
και πτωχοί γυμνοί ’ς τους δρόμους
να μην μείνουν να πεινούν.
Τότε από του απείρου
να σηκώσω τον αέρα
και να κάμω όπως θέλω
κι όπως σκέπτομαι εγώ.
Εις την γην καινούργιον κόσμον
και καινούργιαν ατμοσφαίραν,
οπού να μην κάμνῃ κρύον
τον χειμώνα να ριγώ.
Ή ’ς το άπειρον εις σκόνιν
την γην όλη να σκορπίσω
κι αδιάφορον το σύμπαν
απ’ αυτήν αν μολυνθῄ,
αδιάφορον δυο μήνες
άδοξος θεός αν ζήσω,
αρκεί μόνον του ανθρώπου
το στοιχείον να χαθῄ.
Τότε ύλην να συλλέξω
μετά προσοχής μεγίστης
από μεσ’ από το βάθος
του απείρου καθαράν,
να ζυμώσω νέαν πάσταν
και ποιότητος πρωτίστης
και να κάμω γην καινούργιαν
εις της πρώτης την σειράν.
Και αφού ψηθῄ κι αρχίσῃ
να σκληρύνετ’ ο φλοιός της
και των ζώων της αρχίσῃ
την, κατά βαθμούς, σειράν,
να την κάμω να γνωρίσῃ
ποίος είναι ο θεός της,
να προσέχῃ μήπως κάμῃ
άνθρωπον καμμιάν φοράν.
Ζώον τέλειον να γίνῃ
εις αυτήν και τελευταίον
ο γαΐδαρος που είναι
ήσυχος και ταπεινός·
κι αντί κόσμος θηριώδης
καθώς πριν να είναι πλέον
εις την γην μου την καινούργια
κόσμος γαϊδουρινός.
Όταν θεν να παραστήσουν
οι γαδάροι τον θεόν τους,
κι όταν θεν να τον δοξάζουν
με γαϊδουρινήν φωνήν,
να με ζωγραφίζουν όλοι
σαν το μούτρο το δικόν τους
και να έχω ’ς τους δυο μήνας
δόξαν γαϊδουρινήν.
Η ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΣ
Σε πλάττ’η φαντασία μου εις όλας τας στιγμάς μου.
Αχ! κόρη, δεν σε λησμονώ.
Μ’ εφλεβοτόμησες βαθιά στην φλέβα της καρδιάς μου,
κι επί ζωής μου θα πονώ.
Χίλιες φροντίδες κι αν κρατούν τον νουν μου σκλαβωμένον,
τρέχει εις σε και σταματά.
Κι ο πόθος μες στο στήθος μου σαν φίδι πεινασμένον
δάκνει τα μέσα μου φρικτά.
Πολλές φορές εδιάβασες τον πόνον της καρδιάς μου,
στο πρόσωπόν μου το χλομόν.
Πλησίον σου μια λέξις σου γιατρεύει τας πληγάς μου,
έχω τον κόσμον πλην φραγμόν.
Αν είναι σφάλμ’ αν σ’ αγαπώ, μου το προστάζ’ η φύσις,
πώς ειμπορώ να αντισταθώ;
Σ’ έστειλ’ αγάπης ο Θεός φόρον να μου ζητήσεις
ο Πλάστης! Πώς να τ’ αρνηθώ;
Τους νόμους Tου τους ιερούς πώς να τους αποφύγω;
Αχ! Είμαι άκων ευπειθής.
Κι αν μου ζητήσεις την ζωήν, τας φλέβας μου σ’ ανοίγω
όλας και λάβε την ευθύς.
Του Πλάστου είσαι άγγελος, πλην της καρδιάς μου είσαι
για την αγάπην Του ναός.
Αχ! Δεν μπορώ, θα σ’ αγαπώ και θάνατος αν είσαι,
γιατί μ’ επρόσταξ’ ο Θεός.
Τῌ ΜΟΥΣῌ ΜΟΥ
Σε είδα κι αισθημάτων αιφνιδίων,
ησθάνθη η ψυχή μ’ αναβρασμόν·
ο νους μου εξεπλάγη, και μυρίων
είν’ έκτοτε παλαίστρα λογισμών.
Εκέντησε τα σπλάγχνα μου ο έρως,
κι αγάπη μ’ επλημμύρησεν ευθύς,
αφήκε της δριμύτητός μου μέρος
εντός μου κι είμαι έκτοτ’ εμπαθής.
Εφλέχθη ο πυρήν των ιδεών μου,
και πόθος να σε ψάλλω με κεντά·
γλυκύτης πολεμεί το λογικόν μου
κι εις μέθην η ψυχή μου καταντά.
Πλασθείσα των νυμφών ωραιοτέρα,
κατήσχυνες τας χάριτας πασών·
η νυξ, ο ουρανός και η ημέρα
το κάλλος εκθειάζουσι το σον. […]
Πλην φευ! Αρκούμαι μόνον ’ς την ζωήν μου
ν’ αξιωθώ έν βλέμμα σου γλυκύ·
θα βόσκηται η λύπη την ψυχήν μου,
εν όσῳ η ζωή μου διαρκεί.
Πλησίον σου το δάκρυ μου κι αν ρέῃ,
θα σβύσουν αι ημέραι μου χρυσαί·
το κάλλος σου την λύραν μου εμπνέει,
και άσματα θα ψάλλω διά σε.
ΕΚΕΙΝΗ
Θεέ μου, τι πλάσμα ωραίον εκείνη!
Την βλέπει ’ς ταις άλλαις κανείς κι απορεί·
ουράνιον πλάσμα εις γήινα σμήνη
αβρών νεανίδων πως είναι θαρρεί.
Λαλεί, και νομίζεις αγγέλων πως άσμα
ακούεις, και όλος πληρούσαι χαράς·
βαδίζει, και λέγεις: «Θεέ μου, τι πλάσμα!
Μη πτέρυγας τώρα θ’ ανοίξ’ αργυράς;»
Θαρρείς ότι φέρει πυρίνην ρομφαίαν
και πρόσταγμα θείον εξ ύψους τελεί,
του Πλάστου της φέρει θαρρείς την σημαίαν
κι εις δόξαν του πάντα θνητόν προσκαλεί.
Την βλέπεις θαυμάζων κι η χάρις εκείνης
το βλέμμα, τον νουν σου, το παν σου κρατεί·
σου λέγ’ η ψυχή σου το γόνυ να κλίνῃς,
σου λέγ’ η ψυχή σου λατρείαν ζητεί.
Οπόταν με βλέπῃ, σκιρτά η ψυχή μου
κι εντός βαλσαμώνει μου πάσαν πληγήν.
Θαρρώ αιωνία πως είν’ η ζωή μου,
θαρρώ πως αθάνατος είμαι ’ς την γην.
Θαρρ’ ότι δεν είμαι ’ς τον κόσμον επάνω
Θεόν εμαυτόν ευτυχίας φρονώ·
εις πόντον χαράς το πηδάλιον χάνω,
τον κόσμον, τον Πλάστην, το παν λησμονώ.
Θαρρώ μοι προσφέρει ουράνιον δώρον,
ουράνιον δώρον, καν δεν μ’ ομιλῄ·
θαρρώ των λαμπρών του Θεού ανακτόρων
μ’ ανοίγει τας πύλας κι εντός με καλεί.
Μεθύει κι ο νους κι η ψυχή μου επίσης,
κι εντός μου ψελλίζει φωνή μυστική,
«Ω κόρη, το βλέμμα σου μη μου στερήσῃς,
αν είναι και θάνατος, μ’ είναι γλυκύ».
Θεέ μου, τι πλάσμα ωραίον εκείνη!
Την βλέπει ’ς ταις άλλαις κανείς κι απορεί·
ουράνιον πλάσμα εις γήινα σμήνη
αβρών νεανίδων πως είναι θαρρεί.
ΠΡΟΣ ΖΗΤΗΣΑΝΤΑ ΜΕ ΣΤΙΧΟΥΣ
Αυτ’ η καρδιά που την κτυπάς και θες να την ακούσεις,
αυτήν που βλέπεις και θαρρείς είν’ όργανον της Μούσης,
αχ! Πόσα, πόσα βάσανα την έχουνε δερμένη·
πόσα φαρμάκια η τύχη της την έχει ποτισμένη.
Αν ήξευρες τα μέσα της πώς έχουν καταντήσει,
θα ’λεγες: «είναι κρίμα πλια τέτοια καρδιά να ζήσει».
Πέρασ’ ο πρωτινός καιρός κι η πρωτινή καρδιά μου,
όπου μεθούσ’ από χαρά κι έψαλλα τ’ άσματά μου.
Βλέπεις πως είμαι ζωντανός κι εσύ θαρρείς για μένα,
πως νιώθω γλύκα της ζωής κι εγώ καθώς εσένα;
Θαρρείς του κόσμου την χαρά πως νιώθει κι η ψυχή μου;
Ο κόσμος είναι κόλαση και πίκρα η ζωή μου·
ανάθεμα την τύχη μου· αχ! Τρις ανάθεμά την,
που μ’ έχει πάντα την καρδιά με βάσανα γεμάτην. […]
Μέσα σε τέτοια τρομερή και μαύρη δυστυχία,
μέσα σε τέτοια κόλαση, σε τέτοια τυραννία, […]
αχ! Μη ζητείς ν’ ακούσεις πλια της λύρας μου τους ήχους,
δεν είμαι πλια για ποίηση, δεν είμαι πλια για στίχους.
Εκείν’ η πρώτη μου καρδιά που είχα τότ’ εχάθη,
οι πόνοι την εσκότωσαν, την έφαγαν τα πάθη. […]
Αυτό το μαύρο μέλλον μου είν’ Άδης εμπροστά μου,
τέτοια ζωή να ζήσω πλια δεν με βαστά η καρδιά μου.
Κάλλια για με του μολυβιού μια σφαίρα να με θάψει,
τ’ αστροπελέκι τ’ ουρανού να πέσει να με κάψει.
Να γίνω στάκτη, να χαθώ, να μην υπάρχω πλέον,
γιατ’ εκουράσθηκα να ζω, βαρέθηκα να κλαίω.
Ο ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
Υγίαινε, φιλτάτη, φεύγω τώρα,
ιδού η θάλασσ’ άρχισε ν’ αφρίζῃ.
’Σ τον όρμον το ατμόπλοιον συρίζει,
να μένω πλέον δεν μου μένει ώρα.
Υγίαινε, κι έχε υπ’ όψιν, ότι,
όπου η μοίρα μου με φέρῃ, φως μου,
εν τῳ απείρῳ κράτει του νοός μου,
θα λάμπῃς ως η Φοίβη εν τῳ σκότει.
Την σκυθρωπότητα θα έχω φίλον,
κι εις το τερπνότερον του κόσμου μέρος.
Θα με βιβρώσκ’ η λύπη και ο έρως,
καθώς ο σκώληξ έσωθεν το μήλον.
Του χάρωνος το δρέπανον ακαίρως
αν κόψ’ εκεί το νήμα της ζωής μου,
ω! Μη δακρύσῃς, φίλη της ψυχής μου,
θα συντροφεύῃ την ψυχήν μ’ ο έρως.
ΜΑΚΡΑΝ ΣΟΥ
Αφότου έφυγα μακράν απ’ τα δικά σου μέρη
και δεν σ’ είδαν τα μάτια μου, λευκό μου περιστέρι,
δεν έκλεισαν καμιά φορά στου ύπνου την αγκάλη,
αλλά παντού αναζητούν τα όμορφά σου κάλλη.
Πλην δεν τα βρίσκουν πουθενά, ψυχή μου, σωρεμένα,
σαν βρίσκουνται αρμονικά και άφτονα σ’ εσένα.
Εις την φωνήν τ’ αηδονιού ευρήκα την φωνή σου
και στην ασπράδα του χιονιού εκείνην της ψυχής σου·
στην χρυσωμένη ανατολή το χρώμα των μαλλιών σου
και στον γαλάζιον ουρανόν το χρώμα των ματιών σου.
Στου φεγγαριού το ντροπαλό την είδα την ματιά σου
και στον βυθό της θάλασσας εκείνον της καρδιάς σου. […]
Μα όταν η σκέψη μου λαλεί πως μ’ απατούν τα μάτια
κι εξέλαβα ως ομορφιά της ομορφιάς κομμάτια,
μου έρχεται να τρελαθώ πως είμαι μακριά σου,
αλλά θα τρέξω μια φορά να ’ρθω στην αγκαλιά σου
και τότες μες στα στήθια σου τον νουν μου ας τον χάσω,
έχω τα μάτια, την καρδιά· μ’ αυτά θε να περάσω.
ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟΝ
Βασιλίς της Μεσογείου εις μακράν σειράν αιώνων,
τα δεσμά και την δουλείαν εδοκίμασες πολλών,
ήρπαζον αλλεπαλλήλως τον βασιλικόν σου θρόνον,
ως δρυς άκαμπτος υπέστης ρεύμ’ αγρίων θυελλών.
Άλλοτε το έδαφός σου, μετά του Αδώνιδός της,
περιήρχετο γυμνόπους η ωραία σου θεά,
κι εις τους μυροβόλους κήπους παίζων ο μικρός υιός της,
με τας χρυσαλλίδας ήτο η λαμπρά του παιδιά.
Ήρπασαν τους θησαυρούς σου, σε εγύμνωσαν οι ξένοι,
ως ακρίδος σμήνη κήπον, κήπον πλούσιον θεάς,
η καρδία σου πλην, μήτερ, άθικτος ως ήτο μένει,
ως αμίαντος κατόπιν φοβεράς πυρκαϊάς.
Και εις δόξαν, και εις πλούτον όν απέδιδεν η γη σου,
ήτο άλλοτε μεγάλον τ’ όνομά σου το γλυκύ,
και εξέπληξαν την Ρώμην οι μεγάλοι θησαυροί σου,
ούς ο Κάτων αφαρπάσας μετεκόμισεν εκεί.
Ο Αντώνιος υπάρξας κύριός σου και δεσπότης,
ήτο ευτυχής κι εσβύνναν αι ημέραι του χρυσαί,
πλην πεσών της Κλεοπάτρας εκ του κάλλους της δεσμώτης,
τῃ προσέφερε συγχρόνως την καρδίαν του και σε. […]
Διετέλεσες ως δούλη υπό Γάλλον βασιλέα
και δεσπότην τρεις αιώνας κι εκ των Λουζινιανών
ούσα η Αικατερίνη του Κορνάρου τελευταία,
σου ητοίμασε ’ς το μέλλον νέον στάδιον δεινών. […]
Κι εις του Αποστόλου Μάρκου τον ναόν εις Βενετίαν,
άκουσα και μετά λύπης εντός δίσκου αργυρού,
σε προσέφερε, πατρίς μου, δώρον εις την Γερουσίαν,
δίκην λίαν πολυτίμου και μεγάλου θησαυρού. […]
Φημισθείσα παρ’ Εβραίου εις τον μέγαν κύριόν του,
τον Σουλτάν Σελίμην αίφνης τῳ κατέστης ποθεινή,
κι ένευσε, και ο στρατός του σ’ έθεσε προ των ποδών του,
αιματόφυρτον, δεσμίαν, δούλην και γονυκλινή.
Έκτοτε της τυραννίας υποφέρουσα τον πόνον,
τας ημέρας σου διήλθες κλαυθμηράς και σκοτεινάς,
έως ότου ανατείλας εκ του βάθους των αιώνων,
καθώς πρώτα εις την χώραν της πανσόφου Αθηνάς. […]
Ευγνωμόνει, ω πατρίς μου, την θεάν Ελευθερίαν,
ήτις σ’ άνοιξε τα χείλη τα από πολλού κλειστά,
κι έδειξες διά κραυγής σου ποίαν έκρυπτες καρδίαν,
ως διά φλογός η Αίτνα τα εντός της παριστά.
Τῌ ΛΕΥΚΩΣΙᾼ
Νεράιδα με χάριν ξαπλωμένη,
που σ’ έχει ο Πεδιάς γειτόνισσά του,
αρπάζεις εις το κοίλωμα κρυμμένη
σαν μάγισσα το βλέμμα του διαβάτου.
Ωραία πόλις, άλλοτε πλουσία,
με θρόνον βασιλιά και βασιλέα,
αν έχασες τα πρώτα μεγαλεία,
αλλά σαν πρώτα πάλιν είσ’ ωραία.
Ακόμα σ’ ενθυμούνται οι περασμένοι,
κανείς να σε ξεχάσει δεν ευρέθη,
και Φράγκοι κι Οσμανλήδες κι άλλοι ξένοι
διψούν των αρωμάτων σου την μέθην. […]
Σε τέτοιαν μυροβόλον ατμοσφαίραν
που και νεκρόν μπορεί να αναστήσει,
με θόρυβον, με τύρβην την ημέραν
κινείται ο λαός σου σαν μελίσσι. […]
Αν ήσουν τέτοια, πρώτ’ από την φύσιν,
στα χρόνια τα παλιά, τα περασμένα,
κι ο Όμηρος αν είχε σε γνωρίσει,
δεν ξεύρω τι θα έλεγε για σένα. […]
Βασίλισσα των πόλεων της νήσου
και σκλάβα με κομμένες αλυσίδες,
δεν ξεύρω ποία είναι η αρχή σου,
μα ξεύρω όσα έπαθες και είδες. […]
Ωραία πόλις, άλλοτε πλουσία,
με θρόνον βασιλιά και βασιλέα,
αν έχασες τα πρώτα μεγαλεία,
αλλά σαν πρώτα πάλιν είσ’ ωραία.
ΤΡΟΟΔΟΣ
Όλοι μου λέγουν: «Έπαυσεν η λύρα σου να ψάλλει;»,
αλλά κανείς το χέρι του στο στήθος μου δεν βάλλει·
κανείς δεν εδοκίμασε να ψάξει την καρδιά μου,
έχω κι εγώ τες πίκρες μου, έχω τα βάσανά μου·
λύπη βαριά σαν θάλασσα πλακώνει την ψυχήν μου,
μισώ τον κόσμον, δεν μπορώ, μισώ και την ζωήν μου.
Αχ! πότ’ από την κόλασιν θα βγω αυτού του κόσμου!
Ω Μούσα, σήκωσε αυτήν την νύκταν απ’ εμπρός μου
να δω κι εγώ με μια ματιά λιγάκι την ημέρα,
να μου ανοίξεις την καρδιά για να κοιτάξω πέρα
εις τα βουνά που φαίνονται εις την καρδιάν μου μαύρα,
πέρα εκεί που τραγουδούν τα πεύκα με την αύρα·
εκεί, να παρηγορηθώ, την λύπην μου ν’ αφήσω,
εκεί, εκεί μαζί μ’ αυτά κι εγώ να τραγουδήσω.
Νά το ψηλότερο βουνό που στέκεται ’κεί κάτω,
αγέρωχο, περήφανο κι όλο ζωή γεμάτο·
έχει χλαμύδα την νοτιά, τα σύννεφα κορώνα,
χαμόγελο την άνοιξη και χιόνια τον χειμώνα.
Στην γην του την πευκόφυτον, την γην την εσκιωμένη
από το χέρι του Θεού είν’ η χαρά χυμένη·
παίζουν και ψάλλουν τα πουλιά στα δένδρα, στα λουλούδια
και τα ρυάκια του λαλούν στους βράχους του τραγούδια.
«Σαν μαρτυρά ο Κύπριος με τ’ άδολό του στόμα,
με τ’ ονομά μου μαρτυρώ, λέγω κι εγώ ακόμα,
πως πρώτοι στο νησί αυτό είχαν θεοί πατήσει,
το πρώτο ’δώ βασίλειο είχαν θεοί το κτίσει».
Πόσους εμέτρησ’ έκτοτε της γης το βήμα χρόνους
γεμάτους λύπες, βάσανα, πίκρες, σκλαβιά και πόνους!
Δεν μας εβλάψαν την καρδιάν τα βάσανα κι οι πόνοι
και ο απέραντος καιρός· πήγαν εκείν’ οι χρόνοι·
εκύλισαν σαν κύματα ωκεανού μεγάλου,
οπόταν είναι άγριος ένα κατόπιν τ’ άλλου,
που δέρνουν βράχον υψηλόν, βράχον στερεωμένον,
όπου τον έχει ο Θεός στο πέλαγος στημένον.
«Σαν μαρτυρά ο Κύπριος με τ’ άδολό του στόμα,
με τ’ ονομά μου μαρτυρώ, λέγω κι εγώ ακόμα,
πως πρώτοι στο νησί αυτό είχαν θεοί πατήσει,
το πρώτο ’δώ βασίλειο είχαν θεοί το κτίσει».
ΜΙΑ ΝΥΞ
Η νύκτα χρόνος για τ’ εμέ, πέφτ’ η βροχή στο δώμα,
η θάλασσα βογγά βαριά,
βάσταξε, μαύρη μου καρδιά,
δεν ξημερών’ ακόμα.
Ακόμ’ η νύκτα είναι βαθιά, τ’ αστέρια είναι κρυμμένα,
φως δεν υπάρχει πουθενά,
θάλασσα, κάμποι και βουνά
στην νύκτα είναι πνιγμένα.
Η Λεμησσός ατάραχη είναι θαρρείς σε μνήμα,
κορμί νεκρό χωρίς ψυχή,
μονάχ’ ακούετ’ η βροχή
και τ’ αφρισμένο κύμα. […]
Ω νύκτα σκοτεινή! θαρρώ πως είσαι κόλασίς μου
η όψις σου κι ο κοχλασμός,
όλη θαρρώ κατοπτρισμός
πως είσαι της ψυχής μου. […]
Κρυφοχαράζ’ η χαραυγή κι ακόμα σκεπασμένος
είναι παντού ο ουρανός·
εβγήκεν ο αυγερινός
στην συννεφιά κρυμμένος.
Φύσα, βοριά, και σκόρπισε τα νέφη που μαυρίζουν,
να δω την όψιν τ’ ουρανού,
να δω το φως τ’ αυγερινού,
όπου μ’ ανακουφίζουν. […]
Αχ! της καρδιάς μου την φωτιάν εκείνη μόνη σβήνει,
ω άγγελε, στην ευμορφιάν!
Ω Πλάστη μου, δος μου καρδιάν
να ζω χωρίς εκείνην.
Η ΚΥΠΡΟΣ
Άνου, καρκιά μου, τζ̌ ‘ άννοιξε τζ̌ ‘ αρκίνα νεκαλιώντα,
παραπονήθου σιανά τζ̌ ‘ αλαφροτραουδώντα. […]
Μες τούτον το κυνόστομον της γης αγκαλιασμένη,
από κρατεί την θάλασσαν ‘πό δώθθε σταλωμένη,
είμαι μες τούτην την γωνιάν που μ’ έβαλεν η φύσις,
η πρώτη της Ανατολής τζ̌ ‘ η ύστερη της Δύσης. […]
Να ‘τουν που να ‘μουν δράτζ̌αινα, δράτζ̌αιν’ αντρειωμένη,
είθεν να ρίψω μιαν φωνήν, φωνήν δρακοντεμένην,
να πουμπουρίσουν τα βουνά, να συγκλυστούν οι τόποι,
ν’ ακούσει τζ̌ ‘ η Ανατολή, ν’ ακούσει τζ̌ ‘ η Ευρώπη. […]
Τζ̌ ‘ όσοι τζˇ ‘ αν ήρταν πάνω μου ανέμοι τζ̌ ‘ αν εδώσαν,
ήτουν οι ρίζες μου βαθκιά τζ̌αι δεν μ’ εξερριζώσαν.
Ερίψασιν τα φύλλα μου, ερίψαν τους αθθούς μου,
εκαταφατσελλώσαν με τζ̌ ‘ εκάψαν τους πολούς μου·
εσείσαν με τζ̌ ‘ εκλίναν με τζ̌ ‘ εκόψαν τα κλωνιά μου,
μ’ αππέσσω στέκεται γερή η ρίζα τζ̌ ‘ η καρκιά μου. […]
Είμαι μια σκλάβ’ ασκλάβωτη, μια σκλάβα σκλαβωμένη,
είμαι μια σκλάβ’ απόσπαστη, μια σκλάβα ‘ποσπασμένη,
που δκιάβηκα μαύρην σκλαβκιάν σε τόσα ξένα σˇέρκα,
που ‘λάμναν την καρτούλλαν μου με δίστομα μασ̌αίρκα.
Τζ̌ ‘ αν πκιω νερόν ‘πού το νερόν απού ‘μουν ποτισμένη,
τζ̌ ‘ αν με συβράσ’ ο ήλιος μου που μ’ έσˇ εν μαθημένην,
έν’ να πετάξω πλόκαμον, να ξαναπρασινίσω,
να βκάλω φύλλα τζ̌αι κλωνιά τζ̌ ‘ άθθούς να ξαναθθίσω,
να βκάλω μάλες στιβαρές, να ‘ποταυρίσω κλώνους,
ν’ αθθκιώ σαν άθθκιουν τζ̌ ‘ έλαμπα στους πρωτινούς μου χρόνους.
Η ΑΝΕΡΑΔΑ
Στην χώραν π’ αναγιώθηκα
τζ̌αι ‘κόμα αναγιώννουμουν
τζ̌’ άρτζ̌εψα νάκκον να λαχτώ,
τότες εξηφοήθηκα
τα ζώδκια τζ̌’ ‘εν εχώννουμουν,
τζ̌’ εξέβηκα να δκιανευτώ.
Σε μιαν ποταμοδκιάβασην
μιαν λυερήν εσ̌σ̌ιάστηκα,
νείεν καεί η σταλαμή!
Ούλα τ’ αρνίν εις τον τσοκκόν
ο άχαρος επκιάστηκα,
αντάν πκιαστεί μες στην νομήν.
Αντάν με είδεν έφεξεν,
τζ̌’ ο νους μου εφεντζ̌ιάστηκεν,
τζ̌’ εφάνην κόσμος φωτερός.
Αντάν μου ‘χαμογέλασεν,
παράδεισος επλάστηκεν
ομπρός μου, τζ̌’ έμεινα ξερός.
Ευτύς το πας μου έχασα,
τον κόσμον ελησμόνησα
τζ̌’ έμεινα χάσκοντα βριχτός.
Είπεν μου: « Έλα, κλούθα μου»·
τζ̌αι ‘πού καρκιάς επόνησα,
τζ̌’ εκλούθησά της ο χαντός.
Λαόνια, κάμπους τζ̌αι βουνά
αντάμα εδκιαβήκαμεν,
γεμάτ’ αθθούς τζ̌’ αγκαθθερά,
η στράτα δεν ετέλειωννεν,
τζ̌αι δεν εποσταθήκαμεν,
ήτουν για λλόου μας χαρά.
Έτρεμεν μέν τζ̌αι χάσει με,
τζ̌’ έτρεμα μέν τζ̌αι χάσω την,
τζ̌αι μέν της πω, τζ̌αι μέν μου πει·
εδίψουν την, εκαύκουμουν,
τζ̌’ έτρεμα μέν τζ̌αι πκιάσω την,
τζ̌αι γίνουμεν τζ̌’ οι δκυο ‘στραπή.
Ύστερα, σγοιαν παράδεισον,
έναν βουνόν εφτάσαμεν,
ίσ̌α με τα ‘ψη τ’ ουρανού.
Τζ̌ει πάνω τζ̌ει εκλάψαμεν
αντάμα τζ̌’ εγελάσαμεν,
μέσα στους μούσκους του βουνού.
Λαλεί μ’, αν είσαι ‘πέρκαλλος,
τωρά πκιον μείνε δίχως μου,
αν σου αρέσκ’ έτσι ζωή·
τζ̌αι ξαπολά ‘ναν χάχχανον,
ίσ̌α ‘νωσα το στήθος μου
πως αλλονάκκον να ραεί.
Είπεν τζ̌’ εγίνην άφαντη,
ευτύς ‘π’ ομπρός μο’ ‘χάθηκεν
σγοιαν άνεμος περαστικός.
Εράην η καρτούλλα μου
ευτύς ο νους μο’ ‘στάθηκεν
τζ̌’ είμαι ‘πού τότες ξηστηκός.
Οι πλήξες που μ’ ετρώασιν
ακόμα ‘ν’ αφανέρωτες
τζ̌’ εις τα πουλιά που τζ̌ιλαδούν·
έσ̌ει ‘πού τότες, όπου δω
τες ανεράδες τρέμω τες,
τζ̌αι ‘πογυρίζω μέν με δουν.
έσ̌ει ‘πού τότες, όπου δω
τες ανεράδες τρέμω τες,
τζ̌αι ‘πογυρίζω μέν με δουν.
Η 9Η ΙΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ 1821 [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ]
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
-Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι’ εφυσούσαν
τζι’ αρτζίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυνεφκιάζη
τζιαι που τες τέσσερεις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,
ώστι να κάμουν τον τζιαιρόν ν’ αρτζιεύκη να στοιβάζη,
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι’ η Τζιύπρου το κρυφόν της
μεσ’ στους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της. (….)
Εγείραν τα μεσάνυχτα τζι’ επήρεν το ξιφώτιν,
τζι’ ο Κκιόρ-ογλους πούτουν καλή, πολλά καλ’ η ψυσιή του
εξέβην πώσσω του κρυφά τζι’ επήεν στον Δεσπότην,
τζι’ εξύπνησέν τον τζι’ έκατσεν κοντά του τζιαι λαλεί του: (….)
ΚΚΙΟΡΟΓΛΟΥ
Ηρτεν του Μουσελλίμ-αγά φερμάνιν που την Πόρταν
τζι’ εψές άρπα τζι’ ανόρπιστα εγίνην μετζιηλίσιν,
τζι’ έσιει πκιον εις το σιέριν του την μαύρην σας την σόρταν,
στο σιέριν του τον θάνατον, στο σιέριν του την κρίσην.
Να μεν αρκής, Τζιυπριανέ, να χάννης τον τζιαιρόν σου,
να πάης να φαραντζιστής αν θέλης το καλόν σου. (…)
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ:
Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
εν’ να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν’ κάλλιον του πισκόπου.” (…)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Εξέβην που την εκκλησιάν με την συναπαρτζιάν του,
τζιαι Τούρτζ’ ευτύς του Σαραγιού επλάστησαν ομπρός του.
Ευτύς έριψεν πάνω τους μιαν άρκαν αμμαδκιάν του
τζι’ εδήθηκεν το βρύδιν του τζι’ εφάνην ο θυμός του. (…)
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ:
Λαλεί τους: “Πκοιός σας έπεψεν πωρνόν-πωρνόν κοντά μου; (..)
αν εν τζι’ ελυπηθήκετε, εν πέτρα η καρδκιά μου, (…)
ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ:
“Ηρταμεν να σε πκιάσωμεν, είμαστον προσταμένοι
από τον Μουσελλίμ-αγάν τον άρκονταν της χώρας.”
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ:
Λαλεί τους: “Με καλόν γάλαν αν είστε βυζασμένοι,
σταθήτε, καρτεράτε με πέντε λεφτά της ώρας.” (…)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
τζι’ άψεν λαμπάδιν τζι’ έκρουσεν κάτι χαρκιά γραμμένα
τζι’ ύστερα στράφην τζι’ είπεν τους:
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ:
“Ελάτ’, αντρειωμένοι,
τώρα πώχω τα πράγματα σγιαν θέλω τελειωμένα,
επάρτε με να πάμεντε σγιαν είστε προσταμένοι.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Ο Μουσελλίμης κάθεται με ούλλους τους αγάδες
μεσ’ στο Σαράγιον τζιαι λαλεί τους άλλους Δεσποτάδες:
ΜΟΥΣΕΛΛΙΜΗΣ: κλαρίνο
“Ακουσα πως εσείς οι τρεις τζιαι ο μιλλέτ πασιής σας
τζι’ οι προεστοί του τόπου σας, ταρκοντολόϊν ούλον,
ετάξετε εις τους Ρωμιούς το μάλιν της ζωής σας,
να μεν αφήκετε Ρωμιόν εις τον ντοβλέττιν δούλον.” (…)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Τότες εστράφην τζιαι λαλεί του Αρχιεπισκόπου,
σιυφτός χαμαί δησόφρυδος τζιαι καραμουτσωμένος:
ΜΟΥΣΕΛΛΙΜΗΣ:
“Πασ’ πίσκοπε Τζιυπριανέ, μιλλέτ πασιή του τόπου,
εγύρεψα σε να σου πω πως είμαι προσταμένος
απού την Πόρταν τζιαι κρατώ στο σιέριν μου φερμάνιν,
πως έχω μιάλην προσταήν που το ψηλόν Διβάνιν
ταρκοντολόϊν τους Ρωμιούς, τους μιάλους τούν’ του τόπου
να τους συνάξω μονομιάς τζιαι να τους-ι-σκοτώσω,
να μεν χαρίσω μπροεστού ζωήν μήτε πισκόπου
τζιαι ό,τι λοής θάνατον θελήσω να τους δώσω.”
“Εμάσιεστουν με τους Ρωμιούς τους άλλους να σμιχτήτε,
τους Τούρκους που τες τέσσερεις μερκές να πολεμάτε,
εμάσιεστουν εις τάρματα τζι’ εσείς να σηκωθήτε,
για να σμιχτήτε ούλοι σας τζιαι την Τουρτζιάν να φάτε.”
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ:
Είντα λοής εθέλαμεν εμείς ναρματωθούμεν
τζιαι να σμιχτούμεν μ’ άλλους λας τζιαι να σας πολεμούμεν;
Τζιείνος που σου ψουψούρισεν τούτα τα λόγια ούλα,
αν εν τζιαι τζιείνος Χριστιανός όμως εμάς μισά μας:
πυρομασιεί τον πάντα του π’ αππέσσω η αζούλα,
εμάς πο τούτα που λαλείς εν καθαρή η καρδκιά μας.” (…)
ΜΟΥΣΕΛΛΙΜΗΣ:
“Να μεν αρνιέσαι, πίσκοπε, τζι’ εσείς οι καλοήροι,
είσιετ’ αθθρώπους στα χωρκά, χαρκιά να δκιαμοιράζουν,
ν’ αρματωθούσιν οι Ρωμιοί ναν’ ούλοι τους χαζίρι
τζιαι με τον πρώτον λόον σου ν’ αρτζιέψουν να μας σφάζουν,
τζιαι δεν πιστεύκ’ ό,τι μου πη του καθενού το στόμα,
τζι’ έχω πο τζιείνα τα χαρκιά, έσιεις να πης ακόμα;”.”
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ:
Λαλεί του: “Μουσελλίμ-αγά, είπα σου τζιαι λαλώ σου:
πο τούτα ούλα που λαλείς εν καθαρή η καρδκιά μας,
τζιαι πίστεψε, ειδέ τζι’ αν ου, το κρίμαν στον λαιμόν σου,
μπορεί τζιαι ναν καμμιά δουλειά που γίνηκεν κρυφά μας
ΜΟΥΣΕΛΛΙΜΗΣ:
“Πίσκοπε, ‘γιω την γνώμην μου ποττέ δεν την αλλάσσω,
τζι’ όσα τζι’ αν πης μεν θαρευτής πως εν να σου πιστέψω.
‘Εχω στον νουν μου, πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμμάσω,
τζι’ αν ημπορώ που τους Ρωμιούς την Τζιύπρον να παστρέψω,
τζι’ ακόμα αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω,
έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν να μεν αφήσω.”
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ:
“Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!
Σφάξε μας ούλους τζι’ ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν,
κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξέρε πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ‘νιν αντάν να τρώ’ την γην τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται. (…)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
τζι’ επήραν τους στην φυλακήν χωρίς να τους χωρίσουν.
Οι Τούρτζ’ ότι τζι’ εμείνασιν τσιμπίν τζι’ εδκιαλοούνταν,
είπαν να φέρουν μαρτυρκές για να το μαρτυρήσουν
τζι’ εφέραν έναν αγαθόν βοσκόν που την Μαλούνταν.
Λαλεί τ’ ο Μουσελλίμ-αγάς:
ΜΟΥΣΕΛΛΙΜΗΣ:
“Δημήτρη, μεν φοάσαι
τζι’ εγιώ εσέναν έχω σε σγιαν άθθρωπον δικόν μου.
Είνταν που θέλεις; ζήτα μου τζιαι μεν-ι-δκιαλοάσαι.”
ΒΟΣΚΟΣ:καμπάνες- πιδκιαύλι
“Θέλω, αφέντη, μανιχά να πάω στο χωρκόν μου,
έσιει π’ αφήτης μ’ έσιετε δα μέσα χαψωμένον,
έμεινεν το κοπάδιν μου στους κάμπους απλωμένον.
Άησ’ με μάγκου δκυο μέρες τζι’ έπαρ’ μου την ψυσιήν μου,
είντα ‘παθεν το μάλιν μου; θέλω τζι’ εγιώ να ξέρω,
τζιαι πάλ’ εγιώνη στρέφομαι, τζιαι θέμι στο στραφήν μου
μιαν τόκκαν τζιαι μιαν άτροφην κανίσιην να σου φέρω. (…)
Μεσ’ σ’ τουν την χάψην ως πόσον, αφέντη, πκιον, κανεί με,
εκαμέν με δαμέσα δα η πλήξη πολιφάϊν,
γιατί το τρώω τρώει με, το πίννω καταλυεί με,
που τον καμόν μου τον πολλύν τούτ’ η καρδκιά μου ‘κάην.
Εξύπνουν που το χάραμαν, πούθεν να πα’ να μπλίσω,
τζιαι δεν εβάσταχνα ποττέ χωρίς να τραουδήσω,
τζι’ ούλα τα πάντα θάρεια μιτά μου τραουδούσαν,
εβρύτζιζα που την φωνήν τον κόσμον νύχταν μέραν
τζι’ έπαιζα το πιδκιαύλιν μου, τζιαι τα βουνά αδονούσαν,
το κλάμαν τζιαι το δάρκωμαν τα μμάδκια μων το ξέραν.” (…)
ΜΟΥΣΕΛΛΙΜΗΣ:
Είπες πως οι Πισκόποι σας ως τζι’ εις τα κοπελλούδκια,
στους παίδκιους τζιαι στους γέροντες τζιαι στες γυναίκες κόμα
εδκιαμοιράζαν άρματα τζιαι βόλια τζιαι παρούδκια,
τζι’ ακούσαν τα τζι’ άλλοι τζι’ εγιώ που το δικόν σου στόμαν.”
Είπες πως οι Πισκόποι σας εθέλαν να σηκώσουν
τους Χριστιανούς κρυφά κρυφά τους Τούρκους να σκοτώσουν.ΒΟΣΚΟΣ
“Εγιώ, αφέντη, μανιχά άκουσα να λαλούσιν,
πως ήρτεν ένας τοπκιανός καλόηρος που πέρα
τζι’ έφερεν κάμποσα χαρκιά πο τζιει που πολεμούσιν
τζι’ έδωκεν τα τζιαι χάθηκεν, δεν έμεινεν με μέραν, (…)
ΜΟΥΣΕΛΛΙΜΗΣ:
“Είντα μας περιπαίζεις, βρε, είμαστον μισταρκοί σου;
Είπες το με το στόμαν σου μεσ’ σ’ τόσον παναύριν,
πε το, γιατί σκοτώννω σε, κόβκω την τζιεφαλήν σου.
Φέρτε μου τον τζιελλάττην δα, ναν δαχαμαί χαζίριν!” (…)
ΒΟΣΚΟΣ:
Ας κάμω τα πικρά γλυτζιά τζιαι τα ζαβ’άς γισ’ώσω
τζι’ ας πω κατά που θέλετε, αφέντη, να γλυτώσω.
(ομιλία) Τα είπες εν’ αληθινά, αφέντη, μαρτυρώ το,
είδα τζιαι με τα μμάδκια μου τζι’ άκουσα με τα φκια μου,
ούλα γινήκαν τζι’ είδα τα, τζι’ είπα το τζιαι λαλώ το.
Θεέ μου τζιαι συγχώρα μου, εν καθαρή η καρδκιά μου.” (…)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Επρόσταξεν χαρούσιμος ο Μεσελλίμης τότες,
τζι’ επήραν τον Τζιυπριανόν, δκυο-τρεις αρματωμένοι
Εφαίνουνταν περίλυποι οι Τούρτζ’ οι Τζιυπριώτες,
γιατ’ ήτουν ούλοι τους βριχτοί τζιαι σγιαν δκιαλοϊσμένοι.
γιατ’ ήτουν ούλοι τους βριχτοί τζιαι σγιαν δκιαλοϊσμένοι.
πουκάτω που την Συκαμνιάν, κοντά στον θάνατόν του
τζι’ εφάκκαν η συρτοθηλειά πάνω στο μέτωπόν του.
Υστερα γονατίσασιν τους άλλους τρεις πισκόπους
κατά την δύσην τζιαι τους τρεις αράδαν, τζι’ ομπροστά τους
ήτουν οι τρεις τζ’ελλάττηδες ούλα τους αρκαθρώπους
τζι’ ελάμνασιν πουπανωθκιόν τζι’ επαίζαν τα σπαθκιά τους. (…)
Ύστερα πκιον που το κακόν ακούστην μεσ’ στην Χώραν,
τζιαι που το κλάμαν άρτζιεψεν η Χώρα πκιον να βάζη,
ύστερα που το βούττημαν του ήλιου νάκκον ώραν,
τέλεια πκιον, ότι τζι’ έκαμεν αρκήν να σουρουπκιάζη,
επήασιν δκυο μπροεστοί τζιαι τέσσερεις παπάδες
τζι’ είπαν του Μουσελλίμ-αγά:
ΜΠΡΟΕΣΤΟΙ και ΠΑΠΑΔΕΣ:
“Δώσ’ μας τους δεσποτάδες
τζιαι τον Δημήτρην για θαφκιόν, να μεν μείνουν τζι’ εν κρίμαν.”
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Τζι’ είπεν με κάμποσους θυμούς τζιαι κάμποσες φοβέρες:
ΜΟΥΣΕΛΛΙΜΗΣ:
“Φύετε τζι’ εν σας δκιω τωρά κανέναν για το μνήμαν,
θέλω να μείνουν τζιει χαμαί άθαφτοι τρεις ημέρες!”
Η ΧΙΩΤΙΣΣΑ [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ]
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Αντάν εκόψαν τους Δεσποτάες
μες τζ̌είν’ τα βάσανα τα πολλά,
που ’ρταν καμπόσοι Αρναουτάες
στην Λεμεσόν με τον Χατζ̌αλάν,
τζ̌’ είχαν τον μαύρον Χάρον μιτά τους
τζ̌’ ο κόσμος έτρεμεν τ’ άρματά τους,
που ’τουν οι τόποι νεκατσ̌ιασμένοι,
κάθε καντούνιν τζ̌αι μαχαλλάς,
τζ̌’ ήτουν στα σπίδκια τους τρυπωμένοι
’πού τα σουρούπκια του φου οι λας.
Πάνω στην βράσην τζ̌είν’ του θανάτου
εις της Αγιάνναπας την μερκάν,
τα λιοβουττήματα ’νού Σαββάτου
’πο’ ’ξω μιας πόρτας είσ̌εν μιαν ρκαν
δκιακονητίναν τζ̌’ επαρακάλεν
με την βραγνήν της φωνήν τζ̌’ ελάλεν:
ΡΚΑ
Κάμε, τζ̌υρά μου, το ψυσ̌ικόν σου
τζ̌’ εμέν’ τ’ ανήμπορου του μιστού,
να σου χαρύν’ ο Θεός το φως σου
τζ̌’ ας έν’ για τ’ όνομαν του Γριστού.
Ευτύς αννοίει τζ̌αι ’ποσ̌σ̌επάζει
’πο’ ’ναν πορτίν του παναθυρκού
’πού ’πανωθκιόν της τζ̌’ αναστενάζει
σγοιαν την αντζ̌έλισσαν μια Τουρκού
θωρεί την ρκαν τζ̌αι πάλε θωρεί την
τζ̌αι με το νέψιμόν της καλιεί την.
Η ρκα εβώβωσεν στην θωρκάν της
τζ̌’ ’εν είπεν λόον ποτζ̌εί τζ̌αι τζ̌ει,
γιατ’ είδεν άρπα την ομορφκιάν της
τζ̌’ εστάθην τζ̌’ έμεινεν ξηστητζ̌ή.
Αναστενάζ’ η Τουρκού ’π’ αππέσσω
τζ̌’ είπεν περίλυπη σιανά:
ΧΙΩΤΙΣΣΑ
Βουράτε, σκλάβες, φέρτε την έσσω
τούν’ την Ρωμαίσσαν που δκιακονά.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Τζ̌’ ευτύς οι σκλάβες με την χαράν τους
βουρούν τζ̌’ εφέραν την στην τζ̌υράν τους.
Ότι τζ̌’ εστράφησαν τζ̌’ εσταθήκαν
τζ̌’ εκαρτερούσασιν να τους πει,
μ’ έναν της νέψιμον εχαθήκαν
άψαν τζ̌’ εσβήσασιν σγοιαν ’στραπή.
Πριχού ν’ αρτζ̌έψει να πει το πειν της
η πληξημιά η Τουρκού στην ρκαν,
το κλάμαν έπνιξεν την φωνήν της
τζ̌αι πκιον δεν είσεν παρηορκάν.
Αννοίει η ρκα τζ̌αι παρηορά την
τζ̌’ ούλα την μάναν της αρωτά την:
ΡΚΑ
Είντα ’σεις, κόρη μου πικραμμένη,
τζ̌’ έσ̌εις τ’ αμμάδκια σου ποταμούς;
’Πέ μου τζ̌αι μέν πεις πως είμαι ξένη·
δεν έσ̌ει πλάσμαν δίχως καμούς.
Μες τούν’ τον κόσμον, κόρη μου, ζ̌ούμεν
τζ̌’ έχουμεν ούλλοι μας το γραφτόν·
’πού την βουλήν του Θεού να βκούμεν
δεν είναι, κόρη μου, βουλετόν.
Έχουμεν ούλλοι δικούς θαμμένους·
ο χάρος πκοιους δεν έσ̌ει καμένους;
Η πλήξη πο’ ’παθεν η καρκιά σου
σφάζει τζ̌αι Τούρκον τζ̌αι γρισκιανόν·
θέλω να μείνω ’κόμα μιτά σου
τζ̌’ ας πά’ να χάσω τον ’σπερινόν.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Περίτου άψασιν τα λαμπρά της,
περίτου η πλήξη την συμπουρκά,
περίτου έκρουσεν η καρκιά της
απού τα λόγια που ’πεν η ρκα.
Τζ̌αι σαν αρνάδα νεροκαμένη
ππέφτει στο στήθος της ρκας κλαμένη
τζ̌’ αρτζεύκει φίλημαν του σταυρού της
τζ̌’ η σκοτωμένη της η φωνή
κρυφή εξέβηκεν του λαιμού της:
ΧΙΩΤΙΣΣΑ
Αχ! είμαι, θκειούλλα μου, γρισκιανή.
ΡΚΑ
Πάψε τα δάρκα σου, πκιον κανεί σε
πάνω στες βούτσ̌ες σου να τζ̌υλούν,
τζ̌αι ’πέ μου, κόρη μου, πόθθεν είσαι
τζ̌αι τ’ όνομάν σου πώς το λαλούν.
ΧΙΩΤΙΣΣΑ
Από την Χιον την ματζ̌ελλεμένην
τζ̌αι τ’ όνομάν μου λαλούν μ’ Ελένη.
ΡΚΑ
Τζ̌αι πκοιοι, κορούλλα μου, σ’ ετουρτζ̌έψαν;
Τζ̌αι πκοιοι σου ’κάμαν τούν’ το κακόν;
Γονιούς δεν είσ̌ες, τζ̌’ ’εν σ’ εγυρέψαν;
Μάγκου δεν είσ̌ες μακροδικόν;
ΧΙΩΤΙΣΣΑ
Τζ̌αι πού έν’ τζ̌είνος ο νους, α θκειούλλα,
τζ̌αι τζ̌είν’ η όρεξη τζ̌’ η ζωή,
τζ̌αι πού έν’ τζ̌είν’ η γερή καρτούλλα
πο’ ’ν’ να τα πει τζ̌αι να μέν ραεί·
θωρώ νεκρούς ’κόμα ομπροστά μου·
τζ̌’ έν’ ο βασμός ’κόμα μες στ’ αφκια μου·
ήτουν της σόρτας μου, θκεια, τζ̌’ εμέναν
να δω την Χίον μου ματζ̌ελειόν,
να ππέσω δίχως γονιούς στα ξένα
τζ̌αι να με τρώει το νεκαλειόν. […]
Πάσκισε, θκειούλλα μου, να γλιτώσω
τζ̌αι σαν να χτίζεις μιαν εκκλησιάν.
ΡΚΑ
Μπορώ το γαίμαν μου να σ̌ονώσω,
μα δεν σε ’φήννω μες στην Τουρτζ̌ιάν·
μπορώ τον κόσμον να τον χαλάσω,
για να ’βρω τρόπον να σε ’ποσπάσω.
ΧΙΩΤΙΣΣΑ
Νά δκυο γρουσά ν’ άψεις δκυο λαμπάες
στην Παναγίαν τζ̌’ εις τον Χριστόν·
κάμε παράκλησην με παπάες
να βοηθήσουν να ’ποσπαστώ. […]
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ήρτεν η Πέφτη τζ̌αι, πριν συγράσει,
τριβιτζ̌ιασμέν’ η Τουρκού, σ̌σ̌υφτή,
θωρεί ’π’ αππέσω ’πού το καφάσιν,
τζ̌’ η ρκα χαρούμενη τζ̌αι βκιαστή
έρκετουν έσ̌σ̌ω της ’σκομαχώντα.
Πέμπει τες σκλάβες ευτύς βουρώντα
τζ̌αι παν τζ̌’ εφέραν της την κοντά της,
τζ̌’ είδαν πως ένεψεν την τζ̌υράν
τζ̌’ ευτύς εφύασιν ’π’ ομπροστά της,
τζ̌’ αρτζ̌εύκ’ η ρκα γεμάτη χαράν:
ΡΚΑ
Ήρτεν, Ελένη μου, ο αρφός σου,
τζ̌’ εκούτσ̌ισά του τα μια χαρά
τζ̌’ εσυνορτζ̌ιάσαμεν τον φευκόν σου,
τζ̌’ έν’ το καράβιν τζ̌αι καρτερά.
Άρκοψες να ’σαι συνορτζ̌ιασμένη,
να ’σαι σασμένη, περιποιμένη,
τζ̌’ έν’ να σου φέρω τζ̌’ έν’ να φορήσεις,
ρούχα τούς ναύτες μιαν φορεσιάν,
να βκεις μιτά μου, να μου ’κλουθήσεις
εις τον γιαλόν σε μιαν εκκλησ̌ιάν.
[ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ]
Πάσχων προ πολλού
απέθανε πτωχός και λησμονημένος σχεδόν
εν τῳ Πτωχοκομείῳ
ο μόνος Κύπριος ποιητής Βασίλειος Μιχαηλίδης,
Ούτινος αι πατριωτικαί στροφαί
και τα δηκτικά σατυρικά βέλη
είχον άλλοτε τοσάκις συγκινήσει την πόλιν.
Προορισθείς υπό του αοιδίμου θείου του
Κιτίου Κυπριανού
να γείνῃ ζωγράφος,
είχεν αποσταλῄ νεώτατος εις Ιταλίαν,
αλλά ταχέως η ψυχή του Ποιητού
εξεδήλωσε την αληθινήν της κλίσιν.
Δυστυχώς ο Μιχαηλίδης,
ελλείψει πνευματικής μορφώσεως,
δεν ηδυνήθη και ως ποιητής
να εκδηλώσῃ όλην την δύναμιν
της ποιητικής του εμπνεύσεως
και έτσι α-πο-τυ-χών ως ζωγράφος,
και μη δυνάμενος να ζῃ ως ποιητής,
κατήντησε να γείνῃ νοσοκόμος.
Αλλά και ούτω,
ο Μιχαηλίδης έμεινε πάντοτε ποιητής
και η γνησία κυπριακή του Μούσα
έφθασε πολλάκις και μέχρι των συνόρων
της αληθινής τέχνης.
Τα ποιήματά του εξεδόθησαν εις δύο τομίδια,
αλλά πολλά, τα περισσότερα ίσως,
μένουσιν ακόμη ανέκδοτα.
Επί τινά δε χρόνον
εξέδιδε και σατυρικήν ευφυεστάτην εφημερίδα,
τον Διάβολον.
Η κηδεία του εγένετο δημοσίᾳ δαπάνῃ
μετ᾽ αρκετής μεγαλοπρεπείας,
το δε φέρετρόν του εκαλύπτετο
από κλώνους δάφνης και φοινίκων.
Τον νεκρόν του Ποιητού
απεχαιρέτισαν ευγλώττως οι κύριοι κύριοι
Νικόλαος Κλ. Λανίτης,
Αριστόδημος Κ. Πηλαβάκης
και Γιάγκος Ηλιάδης.
Του τελευταίου η ποιητική προσφώνησις έχει ως εξής:
«Ήσυχα・
ήσυχα και μέσα στην παντοτινή ποιητική φτώχια
κι αφάνεια
ξεψύχησε ο μοναδικός ίσως Κυπριώτης ποιητής,
ο Βασίλης Μιχαηλίδης»
ΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΙ
Το μήλον που ’νν’ αγγονιστεί
σκουλούτζ̌ιν στην ψυσ̌ιάν του,
κρεμμά ’πού την μηλιάν του,
δεν ημπορεί να βασταχτεί.
Αντάν να δώκει το τυρίν
ν’ αγγονιστεί σαράτζ̌ιν,
αν έν’ τζ̌αι σαν τ’ αθκιάτζ̌ιν,
ευτύς λουβά σαν το πουρίν.
Δεμάτιν που ’ννά ’πολυθεί
τζ̌’ ο άνεμος φυσήσει,
ευτύς ’εννά σκορπίσει
τζ̌’ ’εννά το πάρει να χαθεί.
Πράμαν πὄν’ πάντα στιβαρόν
άνεμος δεν το παίρνει,
τζ̌’ ο κόσμος να το δέρνει,
μεινίσκει πάντα του γερόν.
Τζ̌’ η μάνα, πὀν είσ̌εν καμιάν
σγοιαν ’τζ̌είνην στον τζ̌αιρόν της,
που ’πήρεν ’πού τον γιον της
ούλην την γην κληρονομιάν,
αν είεν μείνει στιβαρά,
κουτσ̌ίν δεν εφοάτουν,
’πού τότες έθεν να ’τουν
η γη δική της ώς τωρά.
[ΘΕΕ ΜΟΥ ΤΖΑΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΑ]
Θεέ μου, τζ̌αι να πέθανα το Σάββατον το βράδυ
τζ̌αι Τζ̌ερκατζ̌ήν ’πού το πρωί να κατεβώ στον Άδη,
πο ’ν’ οι παπάδες αδκειανοί τζ̌αι τα λεγνά αλλαμένα,
να συναχτούν να κλάψουσιν ξηχωριστά για μένα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
«Ήσυχα・
ήσυχα και μέσα στην παντοτινή ποιητική φτώχια
κι αφάνεια
ξεψύχησε ο μοναδικός ίσως Κυπριώτης ποιητής,
ο Βασίλης Μιχαηλίδης».